- ὄλοιτο
- ὄλλυμιdestroyaor opt mid 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὄλοιθ' — ὄλοιτο , ὄλλυμι destroy aor opt mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄλοιτ' — ὄλοιτο , ὄλλυμι destroy aor opt mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάνριζος — ον, Α σύρριζα, ο με όλες του τις ρίζες («ὄλοιτο πάνριζον γένος» να χαθεί όλη η γενιά, απ τη ρίζα, επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ριζος (< ῥίζα), πρβλ. αργυρό ριζος] … Dictionary of Greek